- ἐποικονομητέον
- ἐποικονομ-ητέον,A one must treat, Herod.Med. ap. Aët.9.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐποικονομητέον — one must treat masc acc sg ἐποικονομητέον one must treat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)